– Και, λοιπόν; Τι σου είπε ο Αλαχμαντούν;
– Έριξε τα χαρτιά και μου τα βρήκε όλα! Και τα κέρατα που μου ρίχνει ο Λάμπης, και τότε που είχα μαλλιοτραβηχτεί με την μάνα του και της είχα ρίξει καθαρτικό στον καφέ, και το φλερτ που είχα με τον Αλέκο.
– Α, μιλάς για τα κέρατα που έριχνες εσύ στον Λάμπη.
– Ε, ναι! Γι’ αυτό μιλάω. Πάντως είναι σπουδαίος! Το μόνο πρόβλημα είναι ότι δεν μιλάει ελληνικά. Μόνο αγγλικά! Εγώ, πάλι, με τα αγγλικά σκράπας…
– Ούτε lower…
– Ε, δεν είχα κλίση στις ξένες γλώσσες! Τι να κάνουμε τώρα;
– Ενώ είχες αλλού… Τέλος πάντων, για λέγε!
– Και μου έδωσε ένα ξόρκι, δεν κατάλαβα τι μου είπε ότι είναι…
– Τι ξόρκι;
– Κάτσε να στο διαβάσω: «Alahmantoum pirmpirim tsoupletsourel argirlntirim».
– Τι στο διάλο; Τούρκικα είναι; Μωρή, Λιλίκα, γιατί ακούω πίσω μου πουλιά;
– Α! Βρεθήκαμε σε δάσος!
– Λιλίκα, δεν σε βλέπω!
– Καλά, μην κάνεις έτσι! Ούτε εγώ σε βλέπω!
– Τι διάβασες, μωρή; Μας μετέφερες σε δάσος και μας έκανες αόρατες! Ποια είναι η λύση στα μάγια;
– Πού θέλεις να ξέρω; Πρώτον μιλούσε αγγλικά και δεν τον καταλάβαινα, και δεύτερον όταν πέρασε μία ώρα έφυγα, αλλιώς θα πλήρωνα άλλο ένα πενηντάευρω!
– Τι λες, μωρή βλαμμένη; Εγώ έχω ραντεβού με την μοδίστρα στις επτά!
– Να δω πώς θα σου πάρει μέτρα, έτσι όπως έγινες!
– Δεν θα σε πιάσω στα χέρια μου;
– Δες με πρώτα και μετά πιάσε με!
– Λιλίκα! Λιλίκα πού είσαι; Λιλίκα, άσε τα αστεία! Πρέπει να φύγω σου λέω! Λιλίκα!
Νίκος Σίσκας